
Λαγάνα Άρτος παρασκευαζόμενος άνευ προζύμης έχων σχήμα ελλειψοειδές, εν χρήσει ιδίως τήν Καθαράν Δευτέραν. Προέρχεται από τη μεταγενέστερη λέξη τό λάγανον (= είδος πλακουντίου, δηλ. λεπτής και πλατιάς πίτας, ψημένης με λάδι). Κατά το Λεξικό του J. Hofmann, η λέξη συνδέεται με το επίθετο λαγαρός (= χαλαρός, λεπτός, στενός) και το ρήμα λαγγάζω (= ενδίδω, υποχωρώ, είμαι χαλαρός) της αρχαίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου